μελίνην

μελίνην
μέλινος
fem acc sg (attic epic ionic)
μελίνη
Italian millet
fem acc sg (attic epic ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • Μελίνην — Μελίνη Italian millet fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μελίνη — μελίνη, ἡ (Α) 1. το φυτό κέγχρος ο ιταλικός («τοῡ δὲ θέρεος σπείροντες μελίνην καὶ σήσαμον χρηΐσκοντο τῷ ὕδατι», Ηρόδ.) 2. στον πληθ. αἱ μελῑναι τόπος κατάφυτος από μελίνες («τέλος δὲ και μικροὶ ὀχετοί, ὥσπερ ἐν τῇ Ἑλλάδι ἐπὶ τὰς μελίνας», Ξεν.)… …   Dictionary of Greek

  • σήσαμο — το / σήσαμον, Ν ΜΑ, και λακων. τ. σάἁμον, και δωρ. τ. σάσαμον, Α το σουσάμι μσν. αρχ. ο σπόρος ή ο καρπός τού σησάμου, τής σουσαμιάς, το σουσάμι («σπείροντες μελίνην καὶ σήσαμον», Ηρόδ.) αρχ. 1. το σουσαμόλαδο («ἀλείφεσθαι ἐκ τοῡ σησάμου»,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”